Κόλιανδρο – Κορίανδρον το ήμερον: (ko-ri-ja-da-na)

Το φυτό
Το φυτό «Κορίανδρον το ήμερον» (Coriandrum sativum) είναι ετήσιο φυτό και βότανο της οικογένειας των Απιίδων (Apiaceae) ή Σκιαδοφόρων (Umbelliferae). Φύεται στη νότια Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική και τη νοτιοδυτική Ασία. Είναι ένα μαλακό φυτό που φτάνει σε ύψος έως τα 50 εκατοστά. Τα φύλλα του είναι μεταβλητά στο σχήμα, με φαρδύς λοβούς στη βάση και λεπτούς & φτερωτούς ψηλότερα, στους ανθοφόρους βλαστούς. Τα άνθη είναι διατεταγμένα σε μικρά σκιάδια, λευκά ή ροζ, ασύμμετρα, με τα πέταλα να δείχνουν μακριά από το κέντρο των σκιαδίων. Ο καρπός είναι σφαιρικός, με διάμετρο 3-5 χιλιοστά. Αν και μερικές φορές τρώγονται μόνοι τους, οι σπόροι, συχνά χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα ή ως ένα πρόσθετο συστατικό σε άλλα τρόφιμα.

Η ετυμολογία
Σήμερα, στα Ελληνικά: κόλιαντρο
14ος αι., στα Αγγλικά: coriander
8ος αι., στα Γαλικά: coriandre
1ος αι. π.Χ., στα Λατινικά: coriandrum
7ος αι. π.Χ., στα Αρχαία Ελληνικά: κορίαννον
16ος αι. π.Χ., στη Γραμμική Β: ko-ri-ja-da-na Mycenaean Greek

Πρώτα βεβαιώνεται στα αγγλικά, κατά τα τέλη του δέκατου τέταρτου αιώνα, η λέξη “κόλιαντρο” προέρχεται από την παλαιά γαλλική: coriandre, η οποία προέρχεται από το Λατινικό: coriandrum, με τη σειρά του από το αρχαίο ελληνικό: κορίαννον. Η αρχαιότερη μορφή της λέξης πιστοποιείται στα Μυκηναϊκά Ελληνικά ‘ko-ri-ja-da-na’. Γραμμένη σε συλλαβική γραφή Γραμμική Β 𐀒𐀪𐀊𐀅𐀙 ανακατασκευάστηκε ως ‘koriadnon’, παρόμοιο με το όνομα της κόρης του Μίνωα Αριάδνης, το οποίο αργότερα εξελίχθηκε σε ‘koriannon’ ή ‘koriandron’.

Η Ιστορία

Ο κορίανδρος φύεται σε μια ευρεία περιοχή της Εγγύς Ανατολής και της νότιας Ευρώπης, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να καθοριστεί ακριβώς πού το φυτό αυτοφύεται ​​και πού έχει εγκατασταθεί πρόσφατα. Δεκαπέντε αφυδατωμένοι καρποί βρέθηκαν στο προ-κεραμικό νεολιθικό σπήλαιο του Nahal Hemar, στο Ισραήλ, περίπου το 6.000 π.Χ., το αρχαιότερο αρχαιολογικό εύρημα κόλιανδρου. Περίπου μισό λίτρο σχιζοκάρπια βρέθηκαν στον τάφο του Τουταγχαμών και επειδή το φυτό δεν είναι αυτοφυές στην Αίγυπτο, οι Zohary και Hopf (Domestication of plants in the Old World: 3rd edition, Oxford University Press, 2000), ερμηνεύουν το εύρημα ως απόδειξη ότι ο κορίανδρο καλλιεργείτο από τους αρχαίους Αιγυπτίους.

Ο κορίανδρος φαίνεται ότι έχει καλλιεργηθεί στην Ελλάδα τουλάχιστον από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ.. Ένα από τα Γραμμικής Β δισκία που ανακτήθηκε από την Πύλο, αναφέρεται στα είδη που καλλιεργούνται για την παραγωγή αρωμάτων και φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε σε δύο μορφές: ως καρύκευμα για τους σπόρους του και ως βότανο για την γεύση των φύλλων του. Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα από την ίδια περίοδο: οι μεγάλες ποσότητες των ειδών που προέρχονται από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στο στρώμα των Σιταγρών στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης θα μπορούσε να δείξει την καλλιέργεια του είδους εκείνη την εποχή.

Ο κορίανδρος ήταν ένα από τα πρώτα μπαχαρικά που καλλιεργήθηκαν στις Βρετανικές αποικίες, στη Βόρεια Αμερική, από το 1670.

Τα Θρεπτικά συστατικά

Το διατροφικό προφίλ του κορίανδρου είναι διαφορετικό στους φρέσκους ​​βλαστούς από τα φύλλα. Τα φύλλα είναι ιδιαίτερα πλούσια σε βιταμίνη Α, βιταμίνη C και βιταμίνη Κ, με μέτρια περιεκτικότητα σε διαιτητικά ορυκτά. Οι σπόροι έχουν γενικά χαμηλότερη περιεκτικότητα σε βιταμίνες, παρέχουν όμως σημαντικές ποσότητες διαιτητικών ινών, ασβέστιο, σελήνιο, σίδηρο, μαγνήσιο και μαγγάνιο.

Η Μαγειρική χρήση

Τα φρέσκα φύλλα είναι συστατικό σε πολλά Ινδικά τρόφιμα (τσάτνεϊ & σαλάτες), στα Κινεζικά και Ταϊλανδέζικα πιάτα, στη Μεξικανική μαγειρική, ιδιαίτερα στη salsa και στη γουακαμόλε (guacamole) και ως γαρνιτούρα σε σαλάτες στη Ρωσία και άλλες χώρες. Καθώς η θερμότητα μειώνει τη γεύση τους, τα φύλλα του κόλιανδρου χρησιμοποιούνται συχνά ωμά ή προστίθενται στο πιάτο αμέσως πριν από το σερβίρισμα. Τα φύλλα χαλάνε γρήγορα όταν αφαιρούνται από το φυτό και χάνουν το άρωμά τους, όταν αποξηρανθούν ή καταψυχθούν.

Οι σπόροι όταν συνθλιβούν, έχουν μια λεμονάτη γεύση εσπεριδοειδούς, λόγω των τερπενίων, της λιναλοόλης και του πινένιου. Έχει χαρακτηριστεί ως θερμό, πικάντικο και με γεύση πορτοκαλιού.

Τα μεγαλόκαρπα είδη καλλιεργούνται κυρίως στις τροπικές και υποτροπικές χώρες και περιέχουν χαμηλή ποσότητα πτητικού ελαίου (0,1 – 0,4%). Οι τύποι με μικρότερους σπόρους, καλλιεργούνται στις εύκρατες περιοχές και περιέχουν συνήθως περίπου 0,4 έως 1,8% πτητικό έλαιο. Έτσι, προτιμούνται ως πρώτη ύλη, για την παρασκευή του αιθέριου ελαίου.

Το ψήσιμο ή η θέρμανση των σπόρων σε ένα στεγνό τηγάνι αυξάνει τη γεύση, το άρωμα και την πικάντικη γεύση. Ο αλεσμένος σπόρος κορίανδρου, χάνει γρήγορα τη γεύση του όταν αποθηκευτεί και τρίβεται καλύτερα πριν τη χρήση. Οι σπόροι του κορίανδρου είναι ένα μπαχαρικό στο γκαράμ μασάλα (garam masala) και στα Ινδικά κάρυ που συχνά χρησιμοποιούν τους τριμμένους καρπούς σε μεγάλες ποσότητες μαζί με το κύμινο, ενεργώντας ως πυκνωτικό.

Οι ψημένοι σπόροι κορίανδρου, που ονομάζονται dhana dal, τρώγονται ως σνακ. Είναι το κύριο συστατικό των δύο πιάτων στη νότια Ινδία: του sambhar (βραστό πιάτο με βάση τις φακές) και του rasam (σούπα της Νότιας Ινδίας).

Εκτός Ασίας, οι σπόροι του κορίανδρου χρησιμοποιούνται ευρέως στη διαδικασία για τη τουρσοποίηση των λαχανικών. Στη Γερμανία και τη Νότια Αφρική (βλ. boerewors -λουκάνικο της Νότιας Αφρικής), οι σπόροι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή λουκάνικων. Στη Ρωσία και την Κεντρική Ευρώπη, σπόροι κόλιανδρου είναι ένα περιστασιακό συστατικό στο ψωμί σίκαλης (π.χ. ψωμί borodinsky), ως εναλλακτική λύση στο αγριοκύμινο.

Σπόροι κόλιανδρου χρησιμοποιούνται στη ζυθοποιία, σε ορισμένες μορφές μπύρας, ιδιαίτερα ορισμένες βελγικές μπύρες σιταριού, με φλούδα πορτοκαλιού, για να προστεθεί μια νότα εσπεριδοειδούς.

Το κόλιανδρο, χρησιμοποιείται επίσης στο παστράμι (σ.σ.).

Η Θεραπευτική χρήση

Για τις θεραπευτικές εφαρμογές του, υπάρχει πλήθος αναφορών ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη. Ο Ιπποκράτης συνιστούσε την χρήση του, ως φάρμακο στυπτικό του στομάχου. Το ίδιο ο Διοσκουρίδης, ο Θεόφραστος, ο Αριστοτέλης, ο Γαληνός, ο Πλίνιος, κ.ά. Έτσι, είχε χρησιμοποιηθεί πριν την ανακάλυψη των αντιβιοτικών, κατά του στρεπτοκόκκου που προκαλούσε το ερυσίπελας (επιφανειακή λοίμωξη του δέρματος με σημαντική λεμφαγγειακή προσβολή). Για τις πληγές, τους πονοκεφάλους, τις αιμορροΐδες και ένα σωρό άλλες ασθένειες και τραύματα. Ο Διοσκουρίδης έγραφε ότι η συστηματική χρήση του κόλιανδρου ωφελεί τα μέγιστα στην ανδρική σεξουαλικότητα.

Περιέχει ουσίες που μπορούν να καταπολεμήσουν μύκητες και εντεροβακτήρια. Ως αντιφλεγμονώδες, μπορεί να ανακουφίσει από τους πόνους της αρθρίτιδας. Είναι μια πολύ καλή πηγή ασβεστίου, καλίου, μαγνησίου, μαγγανίου και σιδήρου. Τα χαρακτηριστικά του αυτά, είναι ικανά να ρυθμίσουν τα επίπεδα της χοληστερόλης στο αίμα.

Τα αντιοξειδωτικά και απολυμαντικά συστατικά του, απομακρύνουν τις τοξίνες του σώματος και συμβάλλουν στην επούλωση της βλάβης των πνευμόνων στους καπνιστές, ενώ θεραπευει την διάρροια και την χρόνια δυσεντερία.

Βοηθά τους διαβητικούς να διατηρούν την ινσουλίνη και το σάκχαρο του αίματος σε σωστά επίπεδα, τους αλκοολικούς στις βλάβες του ήπατος, τις γυναίκες στην εμμηνόπαυση, ελέγχει την έμμηνο ροή και προστατεύει από φλεγμονές του ουροποιητικού συστήματος. Καθώς μειώνει τη βλάβη των νευρώνων του εγκεφάλου, παίζει σημαίνοντα ρόλο στη θεραπεία της νόσου Alzheimer.

Η Καλλιέργεια

Εποχή σποράς & φύτευσης – Θερμοκρασία βλάστησης: Νωρίς την άνοιξη, όταν οι θερμοκρασίες είναι 10 – 21 βαθμοί C.
Η προτεινόμενη εποχή σποράς για υπαίθρια καλλιέργεια: Μάρτιος – Απρίλιος, το βάθος φύτευσης: 0,5 – 1,5 εκατοστά, οι ημέρες βλάστησης: 6 – 12.
Η μεταφύτευση γίνεται συνήθως 25 ημέρες μετά. Η ωρίμανση γίνεται σε 50 ημέρες μετά την μεταφύτευση.
Μπορεί να καλλιεργηθεί στο σπίτι (κήπος, γλάστρες, ζαρντινιέρες, κλπ) χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες. Κοινά πρώτης ανάγκης λαχανικά και αρωματικά φυτά μαζί με το κολίανδρο, μπορούν να καλλιεργηθούν σε κατάλληλους χώρους του σπιτιού όπως μαρούλια, κρεμμύδια, καρότα, κοκκινογούλια, σκόρδα, πράσα, σέλινο, μαϊντανός, μάραθος, φασκόμηλο, μέντα, δυόσμο, βασιλικό, μελισσόχορτα, κ.α.

Πηγές: Κορίανδρον το ήμερον – Βικιπαίδεια
Tο Κορίαννον (Κόλιαντρο ή Κόλιαντρος) – Γεωπόνοι του Κόσμου